
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὕπουλος"
- ὕπ-ουλος, -ον (οὐλή), λέγεται για πληγές, τραύματα, αυτός που σαπίζει κάτω από πληγή· μεταφ., γεμάτος από κρυφά κακοφορμισμένα τραύματα, νοσηρός, σαθρός κάτω από, σε Πλάτ. κ.λπ.· ὕπουλος αὐτονομία, ψεύτικη αυτονομία, ανεξαρτησία, σε Θουκ.· κάλλος κακῶνὕπουλον, εξωτερικό κάλλος που υποκρύπτει εσωτερικά κακά, σε Σοφ.· επίρρ., ὑπούλως ἀκροᾶσθαι, υποκριτική, ψεύτικη υπακοή, σε Πλούτ.