Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑποκριτής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑποκρῐτής, -οῦ, (ὑποκρίνομαιI. ερμηνευτής ή ο αναλυτής, σε Πλάτ., Λουκ. II. 1. αυτός που υποδύεται ένα ρόλο πάνω στην σκηνή, υποκριτής, ηθοποιός, θεατρίνος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. 2. μεταφ., αυτός που προσποιείται, αυτός που συγκαλύπτει ή αποσιωπά σκάνδαλο, παρανομία, υποκριτής, σε Κ.Δ.