LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπείκω"
- ὑπ-είκω, Επικ. ὑπο-είκω, με παρατ. ὑπόεικον· μέλ. ὑπείξω, Επικ. ὑπείξομαι, ὑποείξομαι· αόρ. αʹ ὑπεῖξα, Επικ. ὑπόειξα· πρβλ. ὑπεικαθεῖν· υποχωρώ, αποσύρομαι, αναχωρώ, νεῶν, από τα πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπείκω τινὶ ἕδρης, αποχωρώ από την θέση μου για να την παραχωρήσω σε κάποιον άλλο (πρβλ. ὑπανίσταμαι), σε Ομήρ. Οδ.· ὑπείκω τινὶ λόγων, δηλ. του επιτρέπω να μιλήσει πρώτος, σε Ξεν. 2. ενδίδω, υποτάσσομαι, υποχωρώ, τιμαῖς ὑπείκω, υποχωρώ στις αρχές, τους άρχοντες, σε Σοφ.· ὑπείκω τινί, σε Ξεν.· απόλ., υποχωρώ, συμμορφώνομαι προς, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὸ ὑπεῖκον = οἱ ὑπείκοντες, σε Ευρ.· με απαρ., νῷν ὕπεικε τὸν κασίγνητον μολεῖν, μας επέτρεψε, μας εκχώρησε την άδεια ότι μπορεί να έρθει, σε Σοφ. 3. με αιτ., χεῖρας ἐμὰς ὑπόειξε, ξέφυγε από τα χέρια μου, σε Ομήρ. Ιλ.

