Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπανίσταμαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπ-ανίσταμαι, Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., 1. σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος, σε Θέογν.· λέγεται για θήραμα, εμφανίζομαι απροσδόκητα, ξεπροβάλλω, σε Ξεν. 2. ὑπανίσταμαι τῆς ἕδρης, σηκώνομαι από τη θέση μου για να την παραχωρήσω ή ως ένδειξη σεβασμού σε κάποιον, Λατ. assurgere alicui, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.