Αποτελέσματα για: "ὅτι"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
ὅτι, Επικ. ὅττι (συχνά γράφονται ὅ, τι και ὅ, ττι, για να διακρίνονται από τα ὅτι, ὅττι, ότι), I. ουδ. της ὅστις, που χρησιμ. ως επίρρ., όπως το διότι, σε πλάγιες ερωτήσεις, γιατί, γι' αυτό, ὅς κ' εἴποι, ὅτι τόσσον ἐχώσατο, ποιος θα μπορούσε να πει γιατί είναι τόσο θυμωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἢν μὴ φράσῃς ὅ τι..., αν δεν μου πεις γιατί..., σε Αριστοφ. II. ὅ τι μή ή ὅτι μή, μετά από αποφατική φράση, εκτός εάν, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐδαμοί, ὅτι μὴ Χῖοι μοῦνοι, σε Ηρόδ. III. με υπερθ. επίρρ., ὅ ττι τάχιστα, το ταχύτερο δυνατόν, σε Όμηρ.· ομοίως, ὅ τι τάχος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὅ τι μάλιστα, ὅ τι ἐλάχιστα κ.λπ., σε Θουκ.· επίσης με επίθ., ὅ τι πλεῖστον ναυτικόν, ὅτι πλεῖστον χρόνον, σε Ξεν.· ὅ τι πλείστη εὐδαιμονία, σε Πλάτ.
-
ὅτῐ, Επικ. επίσης ὅττῐ, I. ειδικός σύνδ., ότι, Λατ. quod, μετά από ρήματα που δηλώνουν όραση ή γνώση, σκέψη ή ρήση, όταν μεταφέρουμε τα λόγια κάποιου άλλου, ἠγγέλθη, ὅτι Μέγαρα ἀφέστηκε, έφτασε το νέο ότι η πόλη των Μεγάρων έχει στασιάσει (όπου λέμε είχε), σε Θουκ.· ἀποκρινάμενοι ὅτι πέμψουσι (όπου λέμε ότι θα έστελναν), στον ίδ.· στον πλάγιο λόγο, με ευκτ., ἠπείλησ' ὅτι βαδιοίμην, απείλησα ότι θα έφευγα, σε Αριστοφ. II. πλεον. πριν από τα ακριβή λόγια μιας ομιλίας (όπου στο ύφος γραφής μας ο σύνδ. παραλείπεται, ενώ τη θέση του συμπληρώνουν τα εισαγωγικά), καὶ ἐγὼ εἶπον, ὅτι ἡ αὐτή μοι ἀρχή ἐστι, και είπα: «Θα αρχίσω από το ίδιο σημείο», σε Πλάτ. III. το ὅτι στην Αττ. μπορεί να αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη πρόταση, ιδίως σε καταφατικές απαντήσεις, οὐκοῦν τὸ ἀδικεῖν κάκιον ἄν εἴη τοῦ ἀδικεῖσθαι· Απαντ. δῆλον δὴ ὅτι (δηλ. ὅτι κάκιον ἄν εἴη), στον ίδ.· ομοίως, στις καταφάσεις η ελλειπτική φράση εκφράζεται με το οἶδ' ὅτι, οἶσθ' ὅτι κ.λπ., και με το δηλονότι (δηλ. δῆλόν ἐστιν), που λειτουργεί ως επίρρ. IV.1. οὐχ ὅτι..., ἀλλά ή ἀλλὰ καί..., όχι μόνον..., αλλά επίσης..., σε Ξεν.· οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες, σε Πλάτ.· το οὐχ ὅτι, όταν δεν ακολουθ. από δεύτερη πρόταση, σημαίνει μολονότι, παρόλο που, οὐχ ὅτι παίζει καί φησι, στον ίδ. 2. λέγεται για το ὅτι μή, βλ. ὅτι II. V. ως αιτιολογικό μόριο, γι' αυτό, επειδή, αφού, καθώς, Λατ. quod, σε Όμηρ. κ.λπ.