Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὁμοῦ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὁμοῦ, επίρρ., κυρίως γεν. ουδ. του ὁμός· 1. λέγεται για τόπο, στο ίδιο μέρος, μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. 2. μαζί, μεμιάς, ἄμφω ὁμοῦ, σε Ομήρ. Οδ.· δυοῖν ὁμοῦ, σε Σοφ.· αἶγας ὁμοῦ καὶ ὀΐς, μαζί κατσίκες και πρόβατα, σε Ομήρ. Ιλ.· λιμὸνὁμοῦ καὶ λοιμόν, σε Ησίοδ. κ.λπ. 3. με δοτ., μαζί με, από κοινού με, κεῖσθαι ὁμοῦ νεκύεσσι, σε Ομήρ. Ιλ.· οἰμωγῇ ὁμοῦ κωκύμασιν, σε Αισχύλ. II. 1. δίπλα, κοντά, σε Σοφ., Αριστοφ.· με δοτ., πολύ κοντά σε, σε Σοφ., Ξεν. 2. σπανίως με γεν. νεὼς ὁμοῦ στείχειν, πηγαίνω να συναντήσω το πλοίο μου, σε Σοφ. 3. λέγεται για ποσό, συνολικά, στο σύνολο, εἰσὶν ὁμοῦ δισμύριοι, σε Δημ. κ.λπ. III. ὁμοῦ καί, ακριβώς όπως, σε Ξεν.