
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀμφαλός"
- ὀμφᾰλός, ὁ, αφαλός, Λατ. umbilicus, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. I. οτιδήποτε βρίσκεται στο κέντρο (όπως ο αφαλός)· 2. εξόγκωμα ή κοίλωμα στο μέσο της ασπίδας, Λατ. umbo, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ομφαλοειδές καρφί στην κορυφή του ζυγού των αλόγων, όπου στερεώνονται τα χαλινάρια, στο ίδ. 3. στον πληθ., κοσμήματα καλλύματος, στις δύο άκρες της ράβδου, γύρω από την οποία περιτυλίγονταν —σε μορφή κυλίνδρου— τα βιβλία, Λατ. umbilici, σε Λουκ. III. κέντρο ή σημείο που βρίσκεται στο μέσο, όπως το νησί της Καλυψώς ήταν ο ὀμφαλός της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· και οι Δελφοί (ή, μάλλον, μια στρογγυλή πέτρα μέσα στον Δελφικό ναό) αποκαλούνταν ὀμφαλός, καθώς θεωρούνταν το κέντρο της Γης, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.