Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἱκνέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἱκνέομαι, αποθ., εκτεταμ. τύπος του ἵκω, ἱκάνω· μέλ. ἵξομαι, Δωρ. ἱξοῦμαι· αόρ. βʹ ἱκόμην (με , εκτός αν η έκταση προέρχεται από αύξηση), παρακ. ἷγμαι, μτχ. ἱγμένος· γʹ ενικ. υπερσ. ἷκτο· I. 1. έρχομαι, καταφθάνω σε έναν τόπο, με αιτ. τόπου ή ακολουθ. από πρόθ., ἵκετο νῆας ή ἐπὶ νῆας, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. έρχομαι, φθάνω σε..., ἵκετο χρόα, λέγεται για δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.· τέλος ἵκεο μύθων, στο ίδ.· ἠῶ ἱκέσθαι, δηλ. ζω έως το πρωί, σε Ομήρ. Οδ.· λέκτροιο θεσμὸν ἵκοντο, δηλ. παντρεύομαι, ενώνομαι, σμίγω, λέγεται για τη σχέση Οδυσσέα και Πηνελόπης μετά την πράξη της αναγνώρισης, στο ίδ.· ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια τους, στο ίδ.· ἱκνέομαι ἐςλόγους τινός, συνομιλώ με κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ. II. λέγεται για δυστυχία, ταλαιπωρία, θλίψη κ.λπ., επέρχομαι σε κάποιον, πένθος ἱκνεῖταί τινα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχος, χόλος τινὰ ἱκνεῖται θυμὸν ἢ κραδίην, σε Όμηρ. III. προσεγγίζω κάποιον σαν ικέτης, στον ίδ.· τὰ σὰ γοῦνα ἱκόμεθ', σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου, όπως το ἱκετεύω, δέομαι, προσεύχομαι, παρακαλώ, τὰς θεὰς ἱκνοῦμαι, σε Σοφ.· καί σε πρὸς θεῶν ἱκνοῦμαι, στον ίδ.· με απαρ., πάντες σ' ἱκνοῦνται θάψαι νεκρούς, σε Ευρ. IV. 1. απρόσ., όπως το προσήκει, αρμόζει, πρέπει, είναι πρέπον· φαμὲν ἡμέας ἱκνέεσθαι ἡγεμονεύειν, λέμε, υποστηρίζουμε ότι πρέπει εμείς να πάρουμε την αρχηγία, σε Ηρόδ.· τοὺς μάλιστα ἱκνέεται (ενν. κεκάρθαι), τους οποίους αφορά περισσότερο, στον ίδ.· ομοίως, ἐς τὸν ἱκνέεται, σ' αυτόν τον οποίο ανήκει, στον ίδ. 2. μτχ., τὸ ἱκνεύμενον, αυτό που ταιριάζει, το πρέπον, αυτό που αρμόζει, στον ίδ.· ὁ ἱκνεύμενος χρόνος, ο σωστός, ο αρμόζων, ο κατάλληλος χρόνος, στον ίδ.· τὸ ἱκνεύμενον ἀνάλωμα, η αναλογούσα δαπάνη, σε Θουκ.· απ' όπου, επίρρ., ἱκνευμένως, ορθά, κατάλληλα, με τον αρμόζοντα τρόπο, αρμοδίως, σε Ηρόδ.