Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἦρα"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἤρᾱ, γʹ ενικ. παρατ. του ἐράω.
ἦρᾰ, I. αόρ. αʹ του αἴρω II. αλλά ἤρα', δηλ. ἤραο, Επικ. αντί ἤρω, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του αἴρω· ομοίως, ἤρᾱ, σε Βοιωτ.
ἦρα, ουδ. επίθ. πληθ., I. δώρα που έγιναν δεκτά, προσφορές· ἦρα φέρειν, σε Όμηρ. II. με γεν. = χάριν, εξαιτίας, λόγω, σε Ανθ.
Ἥρα, Ιων. Ἥρη, , η Ήρα, στη Λατ. Juno, η βασίλισσα των θεών, κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή και σύζυγος του Δία, σε Όμηρ. κ.λπ.· νὴ τὴν Ἥραν, όρκος των Αθηναίων γυναικών, σε Ξεν.