Αποτελέσματα για: "ἦρα"
Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
-
ἤρᾱ, γʹ ενικ. παρατ. του ἐράω.
-
ἦρᾰ, I. αόρ. αʹ του αἴρω II. αλλά ἤρα', δηλ. ἤραο, Επικ. αντί ἤρω, βʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ του αἴρω· ομοίως, ἤρᾱ, σε Βοιωτ.
-
ἦρα, ουδ. επίθ. πληθ., I. δώρα που έγιναν δεκτά, προσφορές· ἦρα φέρειν, σε Όμηρ. II. με γεν. = χάριν, εξαιτίας, λόγω, σε Ανθ.
-
Ἥρα, Ιων. Ἥρη, ἡ, η Ήρα, στη Λατ. Juno, η βασίλισσα των θεών, κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή και σύζυγος του Δία, σε Όμηρ. κ.λπ.· νὴ τὴν Ἥραν, όρκος των Αθηναίων γυναικών, σε Ξεν.