
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἤν"
- ἤν, συνηρ. αντί εἰ ἄν και ἐάν, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
- ἤν, ως επιφώνημα, δες! κοίτα!, Λατ. en! σε Αριστοφ.· επίσης, ἠνίδε (δηλ. ἢν ἴδε) σε Θεόκρ.
- ἦν, παρατ. του ἠμί.
- ἦν, αʹ και γʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (Λατ. sum)· γʹ πληθ. στον Ησίοδ.
- ἥν, αιτ. ενικ. θηλ. της αναφορ. αντων. ὅς και της κτητ. αντων. ὅς, ἑός.