Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἡνίοχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἡνί-οχος, Δωρ. ἁνί-οχος, (ἔχω), 1. αυτός που κρατά τα χαλινάρια, ηνίοχος, αρματηλάτης, αντίθ. προς το παραιβάτης (ο οποίος ήταν ο πολεμιστής στο πλευρό του ηνιόχου), σε Ομήρ. Ιλ. 2. γενικά, οδηγός άρματος, όπως στους αγώνες, σε Πίνδ., Αττ.· σε Θέογν., ιππέας. 3. μεταφορ., οδηγός, αρχηγός, κυβερνήτης, σε Πίνδ., Αριστοφ.