
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἕρπω"
- ἕρπω, παρατ. εἷρπον· Δωρ. μέλ. ἑρψῶ· Αττ. αόρ. αʹ εἵρπῠσα, απαρ. ἑρπύσαι (από το ἑρπύζω)· I. έρπομαι, σέρνομαι, δεν κινούμαι καθόλου, Λατ. serpo, repo, και γενικά, κινούμαι αργά, περπατώ, σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης απλώς, πηγαίνω ή έρχομαι, στον ίδ. II. λέγεται για δάκρυ, φεύγω, ρέω, κυλώ από τα μάτια, σε Σοφ.· λέγεται για φήμες, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, όπως το Λατ. serpit rumor, στον ίδ.· ὁ πόλεμος ἑρπέτω, ας πάρει τον δρόμο του, σε Αριστοφ.· λέγεται για συμφορές, σε Σοφ.