LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἕκαστος"
- ἕκαστος, -η, -ον, I. έκαστος, καθείς, καθένας, Λατ. quisquie, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. συχνά συνοδεύεται από ένα ρήμα στον πληθ., ἔβαν οἴκονδε ἕκαστος, επέστρεψαν όλοι τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕκαστος ἐπίστασθε, σε Ξεν.· ο ενικ. επίσης τίθεται παράλληλα με ουσ. πληθ., Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε τρόμος (αντί Τρώων ἕκαστον), φόβος κατέλαβε καθένα από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. II. στον πληθ., όλοι κι ο κάθε ένας ξεχωριστά, σε Όμηρ. III. 1. πιο συγκεκριμένα, εἷς ἕκαστος, Λατ. unusquisque, ο καθένας χωριστά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καθ' ἕκαστον, ξεχωριστά, ιδιαίτερα, από μόνο του, Λατ. singulatim, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. ὡς ἕκαστοι, καθένας από μόνος του, σε Ηρόδ. κ.λπ.

