
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἕζομαι"
- ἕζομαι (√ΕΔ), παρατ. και αόρ. βʹ ἑζόμην, Παθ. αόρ. αʹ ἕσθην· καθίζω τον εαυτό μου, κάθομαι, ἐν λέκτρῳ, ἐπὶ δίφρῳ, κατὰ κλισμούς, σε Όμηρ.· ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην, κατέβηκαν στη γη, καταδύθηκαν από ένα ζεύγος σκάλες, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. καθέζομαι. II. δεν υπάρχει Ενεργ. ενεστ., ἕζω, θέτω, τοποθετώ· αν και, όπως και αυτό, έχουμε μτβ. τύπους εἷσα, Μέσ. εἱσάμην, Μέσ. μέλ. εἵσομαι, Παθ. παρακ. εἷμαι· βλ. εἷσα.