LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐσσύμενος"
- ἐσσύμενος, -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του σεύω· I. βιαστικός, βίαιος, σφοδρός, ανυπόμονος, πρόθυμος, ορμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόθυμος, αυτός που επιθυμεί κάτι διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ. II. επίρρ., ἐσσῠμένως, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ.

