
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐνήνοθε"
- ἐνήνοθε, γʹ ενικ. παρακ., χωρίς ενεστ. ἐνέθω σε χρήση· συναντάται μόνο σε σύνθετα· I. ἐπενήνοθε, λέγεται για το κεφάλι του Θερσίτη, ψεδνὴ ἐπ. λάχνη, ένα λεπτό στρώμα από αραιές τρίχες που φύτρωναν πάνω σε αυτό, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για χλαίνη, πανωφόρι, οὐλὴ ἐπενήνοθε λάχνη, πυκνό χνούδι που υπάρχει πάνω της στο ίδ.· με αιτ., λέγεται για αλοιφή από αμβροσία, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθε, όπως αυτή που αλειφόταν στους θεούς, σε Ομήρ. Οδ. II.κατ-ενήνοθε, από πάνω, καλύπτοντας κάτι, σε Ησίοδ., Όμηρ.