LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐγώ"
- ἐγώ, I. Επικ. ἐγών πριν από φωνήεντα, αντων. του αʹ προσ.· Λατ. ego, εγώ· επιτετ. ἔγωγε, Λατ. equidem, εγώ τουλάχιστον, από μέρους μου, για εμένα, σε Όμηρ., Αττικ.· Δωρ. ἐγώγα, ἐγώνγα, σε Αριστοφ.· Βοιωτ. ἰώνγα, ἰώγα, στον ίδ. II. η √ΜΕ εμφανίζεται στις πλάγιες πτώσεις, δηλ. γεν. ἐμοῦ, εγκλιτ. μοῦ, Ιων. και Επικ. ἐμέο, ἐμεῦ, μευ, Επικ. επίσης ἐμέθεν, δοτ. ἐμοί, εγκλιτ. μοί, Δωρ. ἐμίν, αιτ. ἐμέ, εγκλιτ. με. III. δυϊκ., ονομ. και αιτ. νώ, Ιων. και Επικ. νῶϊ (πρβλ. Λατ. nos), γεν. και δοτ. νῶν, Επικ. νῶϊν. IV. πληθ., ονομ. ἡμεῖς· Αιολ. ἅμμες· Δωρ. ἅμες — γεν. ἡμῶν, Ιων. ἡμέων, Επικ. ἡμείων, Δωρ. ἁμμῶν — δοτ. ἡμῖν, στους Αττ. ποιητές επίσης ἡμίν (ῐ) ή ἧμιν· Αιολ. και Δωρ. ἄμμῐν, ἄμμῐ, Δωρ. επίσης ἁμίν· — αιτ. ἡμᾶς, Ιων. ἡμέας· Αιολ. ἄμμε, Δωρ. ἁμέ.

