LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἄτλας"
- Ἄτλας, -αντος, ὁ, αιτ. επίσης Ἄτλαν, σε Αισχύλ.· (α ευφωνικό και τλάς, βλ. *ταλάω)· I. ο Άτλας, ένας από τους μεγαλύτερους (και παλαιότερους) θεούς που βαστούσε τους στύλους του ουρανού στους ώμους του, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα, ένας από τους Τιτάνες, σε Ησίοδ., Αισχύλ. II. στους ιστορ. συγγραφείς, το όρος Άτλας στην Αφρική, που θεωρήθηκε ως οι στύλοι του ουρανού, σε Ηρόδ.

