LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἀφροδίσιος"
- Ἀφροδίσιος[δῑ], -α, -ον και -ος, -ον· I. αυτός που ανήκει στην Αφροδίτη, σε Πλάτ. II. 1. Ἀφροδίσια, τά, οι σαρκικές ηδονές, σε Ξεν. 2. η γιορτή της Αφροδίτης, στον ίδ. III. Ἀφροδίσιον, τό, ο ναός της Αφροδίτης, στον ίδ.

