LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄναξ"
- ἄναξ[ᾰ], ἄνακτος, ὁ, κλητ. ἄνα· (ἀνάσσω)· I. άρχοντας, βασιλιάς, τίτλος αποδιδόμενος στους θεούς, ιδίως στον Απόλλωνα και στο Δία, σε Όμηρ.· στον τελευταίο στην κλητ. Ζεῦ ἄνα, σε Ομήρ. Ιλ. II. ανάμεσα στους Ομηρικούς ήρωες, ο Αγαμέμνονας είναι ο ἄναξ ἀνδρῶν· αλλά το ἄναξ είναι τίτλος αποδιδόμενος σε όλους τους άνδρες με διακεκριμένη και υψηλή θέση, όπως ο Τειρεσίας, σε Ομήρ. Οδ.· βασιλεὺς ἄναξ, άρχοντας βασιλιάς, στο ίδ. III. οικοδεσπότης, ιδίως δηλώνοντας τη σχέση μεταξύ κυρίου και δούλου, στο ίδ. IV. μεταφ., κώπης, ναῶν ἄνακτες, άρχοντες των κουπιών, των πλοίων, σε Αισχύλ.· ἄν.ὅπλων, σε Ευρ.

