
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄλλως"
- ἄλλως, Δώρ. ἀλλῶς, επίρρ. του ἄλλος, I. 1. με διαφορετικό τρόπο ή συμπεριφορά, αλλιώς, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον Αττ. ἄλλως πως, με κάποιον άλλο τρόπο· ἄλλως οὐδαμῶς, με κανέναν άλλο τρόπο· καὶ ἄλλως, και εκτός αυτού· ἀρίστου καὶ ἄλλως φρονιμωτάτου, σε Πλάτ. 2. ἄλλως τε καί..., και ιδίως, και μάλιστα, δηλ. ειδικά, σε Αττ. κ.λπ. II. 1. αλλιώς, διαφορετικά, ἄλλως εἶπαι, λέω με άλλο τρόπο, δηλ. αρνούμαι, σε Ηρόδ. 2. με μακράν διαφορετικό τρόπο, δηλ. καλύτερα, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. διαφορετικά απ' ότι θα έπρεπε να είναι, δηλ. χωρίς στόχο ή σκοπό, χωρίς λόγο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, άκαρπα, άσκοπα, μάταια, σε Ομήρ. Ιλ.