LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄλεκτρος"
- ἄ-λεκτρος, -ον (λέκτρον), ανύμφευτος, ανύπαντρος, άγαμος, σε Σοφ. κ.λπ.· ἄλεκτρ', ἄνυμφα γάμων ἁμιλλήματα, παρόμοιο με το γάμος ἄγαμος, δηλ. παράνομος, ανίερος, ανόσιος γάμος, στον ίδ.· ἄλεκτρα γηράσκουσαν, ως επίρρ., στον ίδ.

