Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπ-άγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπ-άγω, μέλ. -άξω· I. 1. οδηγώ μακριά, αρπάζω, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.Μέσ., λαμβάνω μαζί μου ή για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Τραγ.Παθ., ἐς ὀξὺ ἀπηγμένος, αυτός που απολήγει σε αιχμή, ο αιχμηρός, ο μυτερός, σε Ηρόδ. 2. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), αποσύρομαι, αφίσταμαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι, στον ίδ., Ξεν.· πρβλ. ἄπαγε. II. φέρνω πίσω, φέρνω στην πατρίδα, σε Όμηρ., Αττ. III. επιστρέφω, αποδίδω ό,τι οφείλω, ανταποδίδω την ευεργεσία που μου έχει γίνει, ξεπληρώνω, πληρώνω, τὸν φόρον, σε Αριστοφ., Θουκ. IV.συλλαμβάνω και οδηγώ με τη χρήση βίας, παρά τινα, σε Ηρόδ.· ιδίως ως Αττ. νομικός όρος, οδηγώ ενώπιον κάποιου άρχοντα και κατηγορώ, υποβάλλω μήνυση, σε Δημ.· συνεπώς, οδηγώ στη φυλακή, σε Πλάτ. κ.λπ. V. λέγεται για συζήτηση, απομακρύνω τη συζήτηση από το συγκεκριμένο θέμα, οδηγώ τη συζήτηση μακριά από το ζήτημα που πραγματεύεται, παροδηγώ τη συζήτηση, στον ίδ. κ.λπ.