Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπεῖπον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπ-εῖπον, απαρ. -ειπεῖν, Επικ. ἀπο-ειπεῖν, ἀπο-ειπέμεν, μτχ. ἀπο-ειπών (καθώς ο τύπος εἶπον αρχικά είχε προτασσόμενο δίγαμμα, Ϝεῖποναόρ. αʹ ἄπειπαΜέσ., ἀπειπάμην· μέλ. σε χρήση ἀπ-ερῶ, παρακ. ἀπ-είρηκα και στον Παθ. παρακ. ἀπείρημαι, μέλ. ἀπορρηθήσομαι, αόρ. αʹ ἀπερρήθην· ο ενεστ. και παρατ. συμπληρώνονται από τα ἀπαυδάω, ἀπόφημι, ἀπαγορεύω· I. μιλώ με ελευθεροστομία, ξεστομίζω, διακοινώνω, εκφωνώ, μῦθον κ.λπ., σε Όμηρ.· ῥῆσιν, σε Ηρόδ. II. αρνούμαι, απορρίπτω, αποποιούμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. III. απαγορεύω, ἀπαγορεύω τινι μὴ ποιεῖν, απαγορεύω σε κάποιον να κάνει κάτι, του λέω να μην το κάνει, σε Ηρόδ., Αττ.Παθ., ἀπείρηταί τινι ποιεῖν τι, του είναι απαγορευμένο να το κάνει, σε Ηρόδ.· τὸἀπειρημένον, το απαγορευμένο πράγμα, στον ίδ. IV.1. αποκηρύσσω, αποποιούμαι, δεν αναγνωρίζω, παραχωρώ, αφήνω, μῆνιν, σε Ομήρ. Ιλ.· τὴν συμμαχίην, σε Ηρόδ.· ἀπεῖπον τὴν στρατηγίαν, παραιτούμαι από τη στρατηγία, σε Ξεν.Παθ., αἱ σπονδαὶ οὐκ ἀπείρηντο, δεν είχαν αναιρεθεί, βρίσκονταν σε ισχύ, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., ἀπείπασθαι ὄψιν, αποστρέφω το βλέμμα ή το πρόσωπό μου (κατά τη θυσία), σε Ηρόδ. 2. αμτβ., αφήνομαι, ενδίδω, αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι από υπερπροσπάθεια, παθαίνω υπερκόπωση, σε Σοφ. κ.λπ.· ἀπεῖπεν φάτις, ο λόγος αστόχησε, έμεινε ανεκπλήρωτος, σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., εγκαταλείπω, ελλείπω, είμαι ελλιπής για κάποιον, οὐκ ἀπειρηκὼς φίλοις, σε Ευρ.· με δοτ. πράγμ., ἀπειρηκότων χρήμασι, δηλ. όταν πτώχευσαν, σε Δημ.· επίσης, ἀπεῖπον κακοῖς, ἄλγει, υποχωρώ, ενδίδω, υποκύπτω σ' αυτά, σε Ευρ.· φέροντες ἀπεροῦσιν, θα καταβληθούν πληρώνοντας, σε Θουκ., Πλάτ.