Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀναπάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-πάλλω, ποιητ. ἀμ-πάλλω· Επικ. μτχ. αορ. αʹ ἀμπεπαλών· πάλλω μπρος και πίσω, ἀμπεπαλὼν ἔγχος, αφού κίνησε προς τα μπρος και προς τα πίσω το δόρυ, ώστε να το ρίξει με μεγαλύτερη δύναμη, σε Ομήρ. Ιλ.· θέτω σε κίνηση, ωθώ, σπρώχνω, σε Ευρ.· ἀμπάλλειν τὰ κῶλα, σε Αριστοφ.Παθ., ανατινάσσομαι, ὡς ὅτε ἀναπάλλεται ἰχθύς, ὣς πληγεὶς ἀνέπαλτο (γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ) όπως όταν ένα ψάρι σπαρταράει, όπως σπαρταράει ένας πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.