LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψεύδω"
-
ψεύδω (√ ΨΥΔ), μέλ. ψεύσω, αόρ. αʹ ἔψευσα — Παθ., μέλ. ψευσθήσομαι, αόρ. ἐψεύσθην, παρακ. ἔψευσμαι, γʹ ενικ. προστ. ἐψεύσθω·
Α. 1. εξαπατώ με ψέματα, ψευδολογώ, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., εξαπατώμαι, απατώμαι, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. ψεύδω τινά τινος, εξαπατώ, διαψεύδω τις ελπίδες, απογοητεύω κάποιον, στον ίδ., σε Σοφ.· επίσης, με γεν. πράγμ., ἐλπίδος ψεύδω τινά, σε Ξεν. — Παθ., εξαπατώμαι, απογοητεύομαι για κάτι, ψευσθῆναι ἐλπίδος γάμου, σε Ηρόδ.· δείπνου, σε Αριστοφ. 3. Παθ., επίσης, εξαπατώμαι, πλανώμαι σε ή σχετικά με κάποιο πράγμα, ἐψευσμένοι γνώμης, αυτοί που σχημάτισαν εσφαλμένη γνώμη, σε Ηρόδ.· ἐψευσμένοι τῆςτῶν Ἀθηναίων δυνάμεως, εξαπατημένοι στη γνώμη τους για την αθηναϊκή δύναμη, σε Θουκ.· ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, αντίθ. προς το εἰδέναι ἑαυτούς, σε Ξεν.· επίσης, ψευσθῆναι ἔν τινι, σε Ηρόδ.· περί τινος, σε Ξεν.· επίσης, με αιτ., αὐτοὺς (ὁπλίτας) ἐψευσμένη Ἑλλάς, εξαπατημένη στις εκτιμήσεις της γι' αυτούς, σε Θουκ. 4. λέγεται για ισχυρισμούς ή πληροφορίες, δεν είμαι αληθινός, είμαι ψευδής, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται, ο τρίτος τρόπος της εξήγησης είναι ψευδέστατος, σε Ηρόδ. II. με αιτ. πράγμ., όπως το ψευδοποιέω, παρουσιάζω ένα πράγμα ως ψευδές, διαψεύδω, σε Σοφ. — Παθ., ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις, η υπόσχεση που αναιρέθηκε, σε Θουκ. Β. αρχ. και συνηθέστερο είναι το Αποθ. ψεύδομαι, Επικ. προστ. ψεύδεο, μέλ. ψεύσομαι, αόρ. αʹ ἐψευσάμην, παρακ. ἔψευσμαι· I. 1. απόλ., ψεύδομαι, λέω ψέματα, συμπεριφέρομαι ψεύτικα, ψευδολογώ, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με αιτ. πράγμ., λέω κάτι που δεν είναι αληθινό, είτε εκούσια είτε ακούσια, ὅτιτοῦτο ψεύδομαι, σε Πλάτ.· ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύδομαι, δεν λέω ψέματα σχετικά μ' αυτόν, σε Ανδοκ. 3. είμαι ψεύτης, επίορκος ή ψευδομάρτυρας, σε Ησίοδ. II. όπως το Ενεργ. II, παραβαίνω, αθετώ, ὅρκια ψεύσασθαι, παραβαίνω, αθετώ τους όρκους μου, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ψεύδομαι γάμους, σε Ευρ.· ομοίως στον Παθ. υπερσ., ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν, σε Θουκ.· τὰ χρήματα ἐψευσμένοι ἦσαν, αθέτησαν τον λόγο τους σχετικά με τα χρήματα, σε Ξεν. III. όπως το Ενεργ. I, εξαπατώ με ψέματα, απατώ, σε Αισχύλ., Ευρ.· ψεύδομαί τινά τι, εξαπατώ κάποιον σε κάτι, σε Σοφ., Ευρ.

