Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρῆ"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
χρῇ, βλ. χράω Β. II.
χρῆ, , = χρεών II, ανάγκη, χρεία, χρῆ 'σται, που χρησιμεύει ως μέλ. του χρή, θα είναι αναγκαίο, με απαρ., σε Σοφ.
χρή, Αιολ. χρῆ, απρόσ.· υποτ. χρῇ, ευκτ. χρείη, απαρ. χρῆναι, ποιητ. επίσης χρῆν· παρατ. ἐχρῆν, επίσης χωρίς αύξηση, χρῆν, ακόμη και σε Αττ. (χράω Γ)· I. 1. είναι πεπρωμένο, αναγκαίο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἓν οὐδὲν ἴαμα ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν, κανένα φάρμακο δεν ήταν σίγουρο ότι θα έκανε καλό, σε Θουκ.· με απαρ., πρέπει, είναι ανάγκη να, κάποιος πρέπει ή οφείλει να κάνει κάτι, σε Όμηρ., Αττ.· συχνά, όπως το Λατ. oportet, με αιτ. προσ. και απαρ., αυτός που πρέπει να..., αρμόζει να..., είναι ανάγκη να..., ταιριάζει κάποιος να..., οὐδέ τί σε χρὴ νηλεὲς ἦτορ ἔχειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συχνά το απαρ. μπορεί να εννοηθεί από τα συμφραζόμενα, τίπτε μάχης ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή (ενν. ἀποπαύεσθαι), γιατί έπαψες να μάχεσαι; γιατί δεν σου αρμόζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα (ενν. μάρνασθαι), σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιπλεύσειέ τις ὡς χρή (ενν. ἐπιπλεῦσαι), σε Θουκ.· απόλ., ἐρεῖ τις, οὐ χρῆν (ενν. τοῦτο ποιεῖν), ἀλλὰ τί χρῆν εἴπατε· 2. με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., οὐδέ τί σε χρὴ ἀφροσύνης, δεν έχεις ανάγκη αφροσύνης, δηλ. δεν σου ταιριάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· μυθήσεαι ὅττεό (δηλ. ὅτου) σε χρή, θα πει ότι έχεις ανάγκη από, σε Ομήρ. Οδ. II. μερικές φορές με λιγότερο ισχυρή σημασία, πῶςχρὴ τοῦτο περᾶσαι; πώς είναι δυνατό να περάσει κάποιος μέσα από αυτό; σε Θεόκρ. III. τὸ χρῆν (απαρ.), χρεών, πεπρωμένο, μοίρα, σε Ευρ.