Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χερείων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χερείων, Δωρ. χερῄων, , , I. 1. Επικ. αντί χείρων, χειρότερος, κατώτερος, σε τάξη, αξία ή περιουσία, σε Όμηρ. 2. λέγεται για πράγματα, οὔ τι χέρειον, δεν είναι το χειρότερο πράγμα, δηλ. είναι το καλύτερο, σε Ομήρ. Οδ. II. πέρα από αυτό, έχουμε αρκετούς ανώμ. τύπους (όπως αν προερχόταν από ονομ. χέρης), δοτ. χέρηϊ, αιτ. χέρεια, ονομ. πληθ. χέρηες, αιτ. ουδ. χέρεια, όλα χρησιμ. με συγκρ. έννοια, χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ, θα θυμώσει με κάποιον άνθρωπο κατώτερης τάξης, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσθλὰ μὲν ἐσθλὸς ἔδυνε, χέρεια δὲ χείρονι δόσκεν, όπου ἐσθλὰ ἐσθλός και χέρεια χείρονι είναι προφανώς αντίστοιχα, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., εἷοχέρεια μάχη, πιο εχθρικός με τον εαυτό του, σε Ομήρ. Ιλ.· χέρεια πατρός, σε Ομήρ. Οδ.