
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χελιδόνιος"
- χελῑδόνιος ή -ειος, -α, -ον (χελῑδών), αυτός που ανήκει στο χελιδόνι, όμοιος με χελιδόνι, ιδίως με χρώμα όμοιο με το χρώμα του λαιμού του χελιδονιού, ερυθρός-μελαμψός, κοκκινόμαυρος, σε Αριστοφ.