
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χαλκεῖον"
- χαλκεῖον, Ιων. -ήϊον, τό, I. εργαστήριο σιδηρουργού, σιδηρουργείο, μεταλλουργείο, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. 1. χαλκίον, χύτρα, λέβητας, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. κοίλο κάτοπτρο σε λάμπα, σε Ξεν.