Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φύλαρχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φύλ-αρχος[ῦ], , I. αρχηγός φῡλῆς, φύλαρχος, σε Ηρόδ., Ξεν.· χρησιμοποιήθηκε για να μεταφράσει το Ρωμαϊκό tribunus, σε Πλούτ. II. στους Αθηναίους, ο διοικητής του ιππικού, ένας από κάθε φυλή, βλ. ἵππαρχος.