LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φάλαρα"
- φάλᾰρα[ᾰ], τά (φάλος)· I. κοσμήματα στις άκρες της περικεφαλαίας στα οποία δένονταν οι ιμάντες που περνούσαν από το σαγόνι, σε Ομήρ. Ιλ.· ενικ., φάλαρον τιάρας, μέρος της περικεφαλαίας των παλιών Περσών βασιλιάδων, σε Αισχύλ. II. κοσμήματα ή χαλινάρια από μέταλλο, που χρησιμοποιούνταν για να καλύψουν τις γνάθους των αλόγων, Λατ. phalĕrae, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.

