
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τιτρώσκω"
- τιτρώσκω (√ΤΡΩ, απ' όπου σχηματίζονται οι χρόνοι), μέλ. τρώσω, αόρ. ἔτρωσα — Παθ., μέλ. τρωθήσομαι, και στη Μέσ. τρώσομαι, γʹ μέλ. τετρώσομαι, αόρ. ἐτρώθην, παρακ. τέτρωμαι· 1. τραυματίζω, πληγώνω, σε Όμηρ.· Παθ., τετρῶσθαι τὸν μηρόν, να έχεις τραύμα στον μηρό, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., τιτρώσκειν φόνον, να επιφέρεις θανατηφόρο τραύμα, σε Ευρ. 2. γενικά, βλάπτω, καταστρέφω, λέγεται για πλοία, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. μεταφ., λέγεται για κρασί, προξενώ ζημιά, βλάπτω, σε Ευρ., Ξεν.