LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ταρφύς"
- ταρφύς, -εῖα (ή -ύς), -ύ (τρέφω), πυκνός, συμπυκνωμένος, σε Αισχύλ.· πληθ. αρσ. και ουδ., όπως το Λατ. frequentes, ταρφέες ἰοί, πολλά βέλη που εκτοξεύονται μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.· ταρφέα δράγματα, στο ίδ.· πληθ. ουδ. ταρφέα, ως επίρρ., συχνά, σε Όμηρ.· το ταρφειαί στην Ιλ. πρέπει να ανήκει στην ονομ. ταρφειός, αλλιώς γράφουμε ταρφεῖαι από το ταρφύς.

