
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τέλειος"
- τέλειος και τέλεος, -α (Ιων. -η), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον (τέλος)· I. 1. αυτός που έχει φτάσει το τέλος του, τέλειος, πλήρης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για θύματα, τέλειος, χωρίς σημάδι ή κηλίδα, στο ίδ.· τὰ τέλεα τῶν προβάτων, σε Ηρόδ.· λέγεται για θυσίες, ἱερὰ τέλεια, πλήρη, τέλεια ή συμπληρωμένα στον αριθμό, ή τελούμενα με κάθε προσήκουσα ιεροτελεστία, σε Θουκ.· ομοίως, αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν, σημαίνει πιθ. το πιο ασφαλές μαντικό πτηνό, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για ζώα, αυτός που έχει πλήρη ηλικία, ακμαίος, σε Ξεν. κ.λπ. 3. λέγεται για πρόσωπα, πλήρης, καλά καταρτισμένος, τέλειος στο είδος του, χωρίς καμία έλλειψη στην ιδιότητά του, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, φάρμακον τελειώτατον, στον ίδ.· τελεία ἀρετή, φιλία κ.λπ., σε Αριστ. 4. λέγεται για προσευχές, ευχές κ.λπ., τετελεσμένος, εκπληρωμένος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· ὄψις οὐ τελέη, όραμα που δεν σημαίνει τίποτα, σε Ηρόδ.· τελεία ψῆφος, ορισμένη απόφαση, σε Σοφ. 5. στην Αριθμητική, τέλειοι είναι οι αριθμοί οι οποίοι ισούνται με το άθροισμα των διαιρετών τους, όπως 6 = 3 + 2 + 1, σε Πλάτ. II. λέγεται για τους θεούς, αυτοί που εκπληρώνουν τις προσευχές, Ζεὺςτέλειος, Δίας ο εκπληρωτής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· λέγεται για την Ήρα, ζυγία, Λατ. Juno pronuba, η προστάτιδα θεά του γάμου, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, τέλειος ἀνήρ, Λατ. paterfamilias, κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης, πατέρας της οικογένειας, σε Αισχύλ. III. τελευταίος, έσχατος, σε Σοφ. IV. τέλειον (όχι τέλεον), τό, βασιλικό συμπόσιο, ως μετάφραση του Περσικού tycta, σε Ηρόδ. V. 1. επίρρ. τελέως, τελικά, εν τέλει, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ. 2. τελείως, απολύτως, εντελώς, σε Ηρόδ. 3. το ουδ. τέλεον χρησιμοποιείται επίσης ως επίρρ., σε Λουκ. VI. Συγκρ. και υπερθ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τα τελεώτερος ή τελειότερος, τελειότατος, χάριν μέτρου· στους Αττ. επικρατεί ο τύπος τελεώτερος, τελεώτατος.