Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σῶς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σῶς, , , απαντά μόνον στην ονομ. σῶς, αιτ. σῶν, πληθ. σῶς· ουδ. σᾶ· ο Ιων. τύπος σόος χρησιμοποιείται από τον Όμηρο σε όλες τις πτώσεις εκτός από την ονομ. ενικ., όπου για μετρικούς λόγους γίνεται χρήση του σῶς· ο τύπος σῶος χρησιμοποιείται από τους Αττ. συγγραφείς μόνο στον πληθ. σῶοι, σῶαι, σῶα· προερχόμενο κατευθείαν από τη ρίζα σάος, απαντά στον συγκρ. σᾰώτερος, βλ. λήμμα σάος· κύρια σημασία, I. σώος και ασφαλής, ακέραιος, ζωντανός και γερός, αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, Λατ. salvus, σε Όμηρ., Ηρόδ., Θουκ. II. 1. λέγεται για πράγματα, ακέραιος, γερός, αυτός που δεν έχει υποστεί βλάβη ή ζημιά, σε Όμηρ. 2. λέγεται για γεγονότα, σίγουρος, ασφαλής, βέβαιος, επιβεβαιωμένος· νῦν σῶς αἰπὺς ὄλεθρος, σε Ομήρ. Ιλ.