Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σχάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σχάζω, παρατ. ἔσχων (όπως αν προερχόταν από τύπο *σχάωμέλ. σχάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔσχᾰσα· αρχική σημασία, λύνω, χαλαρώνω τα δεσμά, αφήνω ελεύθερο· απ' όπου· I. σχίζω, ανοίγω, σε Αριστοφ.· σχάζωφλέβα, ανοίγω φλέβα, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για άνθη, σχάζω κάλυκας, σε Ανθ. II. 1. αφήνω κάτι να πέσει, εγκαταλείπω, σε Ξεν. 2. παραμελώ, αφήνω, εγκαταλείπω· σχάσας τὴν φροντίδα, αφού απέβαλε τις μέριμνες από το νου του, άφησε το μυαλό του να χαλαρώσει, σε Αριστοφ.· σχάζω τὰς μηχανάς, αφήνω τις μηχανορραφίες να μπουν σε λειτουργία, σε Πλούτ. 3. αναχαιτίζω, εμποδίζω, σταματώ κάτι, Λατ. inhibere· κώπαν σχάσον, δηλ. σταμάτα να κωπηλατείς, σε Πίνδ.· σχάσον ὄμμα, χαμήλωσε τα μάτια σου, σε Ευρ.Μέσ., σχασάμενος τὴνἱππικήν, αφήνοντας, σταματώντας την ιππασία, καταπαύοντας το ζήλο του για την ιππασία, σε Αριστοφ.