Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συννέφεω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-νεφέω, παρακ. -νένοφα, I. συνάζω, συναθροίζω τα σύννεφα, φέρνω τη συννεφιά, λέγεται για τον Δία, συννεφοσυνάχτης, σε Αριστοφ.· απρόσ., συννεφεῖ, έχει συννεφιά (πρβλ. ὕει), σε Αριστ. II. μεταφ. λέγεται για πρόσωπα, σκυθρωπιάζω, είμαι κατηφής, κατσουφιάζω, στραβομουτσουνιάζω, συννεφοῦσα ὄμματα, έχοντας σκυθρωπό, σκοτεινό βλέμμα, σε Ευρ.