LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συμ-περιάγω"
- συμ-περιάγω, μέλ. -ξω, περιφέρω μαζί ή από κοινού, σε Ξεν. — Παθ., περιφέρομαι μαζί ή από κοινού με κάποιον, στον ίδ. — Μέσ., περιφέρω ολόγυρα, τριγύρω μαζί μου, στον ίδ.

