Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρᾶος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρᾶος, -ον, επίσης πραΰς, Ιων. πρηΰς, -εῖα, -ΰ· η κλίση ποικίλλει μεταξύ δύο τύπων· ο Αττ. ενικ. προέρχεται από το πρᾶος, εκτός από το θηλ. πραεῖα· ποιητ. ενικ. από το πραΰς, Ιων. πρηύς· σε πληθ., Αττ. ονομ. πρᾶοι· ουδ. πραέα, πρᾶα· γεν. πραέων· δοτ. πραέσι· αιτ. πράους· συγκρ. πραότερος, Ιων. πρηύτ-· υπερθ. πραότατος, Ιων. πρηύτατος, I. 1. ήπιος, μαλακός, γλυκύς, μειλίχιος, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ., Πλάτ.· λέγεται για άλογο, ήμερος, σε Ξεν.· λέγεται για άλλα ζώα, πράος, στον ίδ. 2. λέγεται για ενέργειες, αισθήματα, ήπιος, σε Πλάτ. II. αυτός που καταπραΰνει, αυτός που ηρεμεί, σε Πίνδ. III. επίρρ. πράως (από πρᾶος), ήρεμα, ήσυχα, σε Πλάτ.· πράως ἔχειν πρός τι, στον ίδ.· πράως λέγειν τὸ πάθος, μιλώ με απάθεια, νηφάλια γι' αυτό, σε Ξεν.· πράωςδιακεῖσθαι, αντίθ. προς το ὀργίζεσθαι, σε Δημ.· συγκρ., σε Πλάτ.· υπερθ. πραότατα, στον ίδ.