Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρώϊος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρώϊος, Αττ. πρῷος, , -ον (πρωΐ, πρῴ)· νωρίς, I. νωρίς μέσα στην ημέρα, νωρίς την αυγή, το πρωί, πρωινός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, περὶ δείλην πρωΐην (πρβλ. δείλη), σε Ηρόδ.· το πρωία χρησιμ. μόνο του, ως ουσ., ἦν δὲ πρωΐα, πρωΐας γενομένης, σε Κ.Δ. II. νωρίς ως προς το έτος, εγκαίρως· πρώϊος (ὁ στρατὸς) συνελέγετο, σε Ηρόδ.· πρῷα τῶν καρπίμων, οι πρώιμοι καρποί, σε Αριστοφ.