LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρύτανις"
- πρύτᾰνις[ῠ], γεν. -εως, ὁ· πληθ. πρυτάνεις· (πιθ. από πρόθ. πρό)· I. κυβερνήτης, διοικητής, άρχοντας, αρχηγός, λέγεται για τον Ιέρωνα, σε Πίνδ.· λέγεται για τον Δία, στον ίδ., Αισχύλ. II. στην Αθήνα, πρύτανης ή πρόεδρος, πολιτικό αξίωμα· οι πρύτανεις ήταν η επιτροπή 50 βουλευτών, εκλεγμένη με κλήρο από καθεμία από τις 10 φυλές (φυλαί), ώστε η καθεμία από αυτές αποτελούσε το 1/10 της βουλής (βουλή) των 500· απ' αυτούς τους 50 πρυτάνεις, ένας ήταν εκλεγμενος με κλήρο, ως ο αρχηγός-πρόεδρος (ἐπιστάτης)· αυτός επέλεγε 9 προέδρους (πρόεδροι)· και η πραγματική εξουσία ήταν στα χέρια αυτού του μικρότερου σώματος, με ένα γραμματέα (γραμματεύς) επιπλέον· η φυλή που αναλάμβανε την εξουσία κάθε χρόνο αποφασιζόταν με κλήρο και ο χρόνος της διακυβέρνησής της (πρυτανεία) ήταν περίπου πέντε εβδομάδες· κατά το διάστημα αυτό, όλες οι συνθήκες και οι δημόσιες πράξεις έφεραν το όνομά τους ως εξής: Ἀκαμαντὶς (φυλὴ) ἐπρυτάνευε, Φαίνιππος ἐγραμμάτευε, Νικιάδης ἐπεστάτει, η Ακαμαντίς φυλή ήταν στην προεδρία, ο Φαίνιππος γραμματέας, ο Νικιάδης αρχηγός-πρόεδρος, σε Θουκ.

