LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρόσωθεν"
- πρόσωθεν, Αττ. πόρρωθεν, Επικ. πρόσσοθεν, επίρρ. (πρόσω)· I. από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.· συγκρ. πορρωτέρωθεν, από μακρινό σημείο, σε Ισοκρ. II. λέγεται για χρόνο, από πολύ καιρό, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.

