Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολυπλανής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πολυ-πλᾰνής, -ές (πλανάομαι), I. αυτός που περιπλανιέται μακριά από το σπίτι του ή για πολύ καιρό, σε Ευρ.· πολυπλανὴς κισσός, ο κισσός που απλώνει παντού τα φύλλα του, σε Ανθ. II. αυτός που σφάλλει· ή Ενεργ., αυτός που οδηγεί σε παραστράτημα, στον ίδ.