
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πολέμιος"
- πολέμιος, -α, -ον και -ος, -ον· I. αυτός που ταιριάζει ή ανήκει στον πόλεμο, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὰ πολέμια, οτιδήποτε ανήκει στον πόλεμο, ο πόλεμος και τα σχετικά με αυτόν, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. 1. αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον εχθρό, ο εχθρικός, σε Πίνδ., Τραγ. κ.λπ.· πολέμιός τινι, ο εχθρικός προς κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως ουσ., εχθρός, σε Θουκ.· τὸ πολέμιον, η εχθρότητα, στον ίδ. 2. γενικά, αντίθετος, ενάντιος, σε Ηρόδ., Πλάτ. III. αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον εχθρό, σε Αισχύλ., Θουκ.· πολέμια, τά, τα παράνομα λάφυρα του εχθρού, λαθρεμπορεύματα, σε Αριστοφ.· ἡ πολεμία (ενν. γῆ, χώρα), η χώρα του εχθρού, σε Ξεν. IV.επίρρ. -ίως, με εχθρικό τρόπο, σε Θουκ.