Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πατέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πᾰτέομαι, αόρ. αʹ ἐπᾰσάμην, Επικ. μτχ. πασσάμενος, παρακ. πέπασμαι, Επικ. υπερσ. πεπάσμην· τρώω, σπλάγχν' ἐπάσαντο, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. διαιρ., τρώω από, συμμετέχω σε, σίτοιό τ' ἐπασσάμεθ' ἠδέ ποτῆτος, σε Ομήρ. Οδ.· δεῖπνου πασσάμενος κ.λπ., στο ίδ.· απόλ., δοκιμάζω φαγητό, οὔτιπεπάσμην, στο ίδ.