LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παρ-ρησία"
- παρ-ρησία, ἡ (πᾶς, ῥῆσις), 1. ελευθεροστομία, ελευθεριότητα, ευθύτητα, σε Ευρ.· μετὰ παρρησίας, σε Δημ. 2. με αρνητική σημασία, ασυδοσία της γλώσσας, σε Ισοκρ.

