Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρέκ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πᾰρ-έκ, πριν από φωνήεν πᾰρ-έξ (παρά, ἐκ
Α.
ως πρόθ., I. 1. με γεν. τόπου, έξω, εκτός, παρὲκλιμένος, σε Ομήρ. Οδ.· παρὲξ ὁδοῦ, έξω από το δρόμο, σε Ομήρ. Ιλ. 2. όπως το χωρίς, πέραν, εκτός, με εξαίρεση, παρὲξ τοῦ ἀργύρου, σε Ηρόδ. II. με αιτ., έξω από το μέρος όπου, κατά μήκος της πλευράς, παρὲξ ἅλα, σε Ομήρ. Ιλ.· παρὲξ τὴν νῆσον, μακριά από το νησί, σε Ομήρ. Οδ.· παρέξ δοῦρα, εκτός της πορείας των δοράτων, στο ίδ.· παρὲκ νόον, έξω από φρόνηση και λογική, ανοήτως, σε Ομήρ. Ιλ.· παρὲξ Ἀχιλῆα, εν αγνοία του Αχιλλέα, στο ίδ.Β. ως επίρρ., 1. λέγεται για τόπο, προς τα έξω, στῆ δὲ παρέξ, πολύ κοντά, σε Ομήρ. Ιλ.· νῆχε παρέξ, κολυμπούσε κατά μήκος της ακτής, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφ., εκτός σκοπού, παρὲξ ἀγορεύειν, σε Ομήρ. Ιλ. 3. ἄλλα παρὲξ μεμνώμεθα, ας μιλήσουμε για κάτι διαφορετικό, σε Ομήρ. Οδ.· παρὲξ ἢ ὅσον, πλην, εφόσον, σε Ηρόδ.