LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παντᾰχῇ"
- παντᾰχῇ (πᾶς), επίρρ.: I. 1. του τόπου, παντού, Λατ. ubique, ubinis, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. τόπου, σε κάθε μέρος, πανταχῇ τοῦ Ἑλλησπόντου, σε Ηρόδ.· πανταχῇ ἄστεως, σε Ευρ. 2. σε κάθε πλευρά, σε κάθε κατεύθυνση, με κάθε τρόπο, σε Ηρόδ., Αττ. II. με κάθε μέσο, απόλυτα, σε Ηρόδ.· οὐ κατ' ἓν μόνον, ἀλλὰ πανταχῇ, με όλο το σεβασμό, στον ίδ.· πανταχῇ δρῶντες, δηλ. οτιδήποτε κάνουμε, σε Σοφ.

