LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οὐλοκάρηνος"
- οὐλο-κάρηνος[ᾰ], -ον (οὖλος Β, κάρηνον), I. αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ. II. οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα, ποιητ. αντί ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.

